μύριγμα

μύριγμα
μύριγμα, τὸ (Α)
1. (κατά το λεξ. χειρόγρ. Νεοφύτου) «ἡ κρόκη τῶν κηρύκων καὶ τῶν πιννῶν καὶ τὸ ἐξεσμένον καὶ μαλακὸν ἔριον»
2. (κατά το λεξ. βοτ.) «μύριγμα, ὥς τινες λέγουσιν, ἡ θαλασσία πίννα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”